- χάζω
- Α1. αφαιρώ κάτι από κάποιον («ἀριστῆας κεκαδήσει θυμοῦ καὶ ψυχῆς», Ομ. Οδ.)2. αποσύρομαι, οπισθοχωρώ («ὁ δὲ χασάμενος πολεμίχθη», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. χάζω (< *χαδjω) ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα *gheә1- τής ΙΕ ρίζας *ghē- «είμαι κενός, εγκαταλείπω, πηγαίνω» και έχει σχηματιστεί με οδοντική παρέκταση -δ-και ενεστ. επίθημα -jω. Σε διάφορες μεταπτωτικές βαθμίδες τής ίδιας ρίζας θεωρείται ότι ανάγονται επίσης οι τ. κιχάνω*, χατέω, χήρα, πιθ. χώρα, καθώς και τα αρχ. ινδ. jahāti «εγκαταλείπω» και αρχ. άνω γερμ. gān «πηγαίνω» (πρβλ. γερμ. gehen). Αντίθετα, το ρ. δεν πρέπει να συνδέεται ετυμολογικά με τους τ. μέλλ. κεκαδήσω και αναύξητου αορ. κέκαδον, που απαντούν στους επικ. ποιητές ως ρηματ. τ. τού χάζω (βλ. λ. κεκαδήσω). Τέλος, ο τ. που παραδίδει ο Ησύχ. αὐχάττειν- ἀναχωρεῖν καὶ τὸ ἐμμένειν -ἐγ-χάττειν (βλ. και λ. αυ) οδηγεί στην υπόθεση ενός αμάρτυρου ενεστ. *χάττω, άλλου τ. τού χάζω (πρβλ. σφάττω, αττ. τ. τού σφάζω)].
Dictionary of Greek. 2013.